- σεληνικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο σελήνιο2. φρ. α) «σεληνικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, λευκό υγροσκοπικό στερεό, το μόριο τού οποίου αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου, ένα άτομο σεληνίου και τέσσερα άτομα οξυγόνου, και το οποίο σχηματίζεται κατά την διαλυτοποίηση τού ακάθαρτου ερυθρού σεληνίου σε θειικό οξύ παρουσία ενός οξειδωτικού μέσουβ) «σεληνικά άλατα»χημ. τα άλατα τού σεληνικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenic (< selenium, βλ. σελήνιο)].
Dictionary of Greek. 2013.